- Μενεκράτη
- Μενεκράτηςabiding in strengthmasc voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ταυρίσκος — Γλύπτης και ζωγράφος. Έζησε τον 2o αι. π.Χ. Καταγόταν από τις Τράλλεις και ήταν αδελφός και συνεργάτης του γλύπτη Απολλώνιου και θετός γιος του γλύπτη Μενεκράτη. Αναφέρεται μόνο από τον Πλίνιο, σύμφωνα με μαρτυρίες του οποίου εργάστηκε μαζί με… … Dictionary of Greek